- ὁρᾶσθαι
- ὁράωInscr. destombeaux des roispres inf midὁράωInscr. destombeaux des roispres inf mp (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορατικός — ή, ό (Α όρατικός, ή, όν) αυτός που έχει ικανότητα να βλέπει αρχ. 1. αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
περιφάνεια — ἡ, ΜΑ [περιφανής] 1. το να φαίνεται κάτι καθαρά από παντού, από όλες τις μεριές 2. αίγλη, επισημότητα (α. «πλοῡτον... περιφάνειαν βίου» β. «δυναστεία καὶ περιφάνεια», Μέγ. Βασ.) αρχ. 1. σαφής, διαδεδομένη γνώση («πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί»… … Dictionary of Greek
ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп … Православная энциклопедия